- οπλοθέτης
- ηη οπλοδόκη.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὅπλον + -θέτης (< τίθημι), πρβλ. χαρτο-θέτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
οπλοδόκη — η ναυτ. ξύλινη κατασκευή στους θαλάμους πολεμικών πλοίων για την όρθια τοποθέτηση τών όπλων, αλλ. οπλοθέτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὅπλον + δόκη (< δέχομαι), πρβλ. λογχο δόκη. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον Ναυτικόν] … Dictionary of Greek
όπλο — Κάθε μέσο κατασκευασμένο για να χρησιμοποιηθεί για το κυνήγι, για τον πόλεμο ή για την προσωπική άμυνα. Στους πρωτόγονους πληθυσμούς, τα εργαλεία και τα ό. δεν διαφέρουν ουσιαστικά: τα αμύγδαλα, για παράδειγμα, μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και… … Dictionary of Greek